-
1 καταντάω
A come down to, arrive, εἰς τὰ βασίλεια, ἐπὶ κοίτην, D.S.4.52, 3.27, cf. PTeb.59.3 (i B.C.), etc.: metaph.,ἐπὶ τὴν φυσικὴν ὁδόν Vett.Val.259.3
, cf. 185.16, 251.30.2 in a speech or narrative, come to, arrive at a point,εἰς τὴν ἔκπτωσιν Plb. 4.1.8
;ἐπί τινας λογισμούς Id.10.37.3
;κ. ἐπὶ τὸν ὅρκον D.S.1.79
, cf. J AJ3.10.4, etc.; have recourse to, ἐπὶ [ τὴν ἡδονήν] Epicur.Ep.3p.63U.;ἐπὶ τὰ δάκρυα Phld.Lib.p.62
O.3 of persons, κ. εἰς ἑαυτούς attack, commence hostilities against each other, Plb.30.11.3.4 of events, come upon,πᾶς δ' ἀγὼν ἐπ' ἐμὲ κατήντα Alex.261.13
; κ. εἴς τινα affect him, Phld.Ir.p.83 W.; of blood-guiltiness, fall,ἐπὶ κεφαλήν τινος LXX 2 Ki.3.29
.b turn out, result,ποῦ καταντήσει πάλιν Plb.6.4.12
;τὸ πρᾶγμα κ. εἰς ὑπόνοιαν D.S.1.37
;εἰς τὸ μηδέν Plb.4.34.2
; so of numbers, to be reduced,εἰς μόνους ἄνδρας δέκα BGU903.14
(ii A.D.), etc.5 of an inheritance, κ. εἴς τινα fall to one's share, 1 Ep.Cor.10.11, POxy.75 (ii A.D.), etc.II trans., make to come back, bring back, τινα Palaeph.2;εἰς ἑαυτὸν τὴν ἀρχιερωσύνην LXX 2 Ma.4.24
(so intr. in [tense] pf., return, (i B.C.)).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντάω
-
2 καταντάω
+ V 0-1-0-0-4=5 2 Sm 3,29; 2 Mc 4,21.24.44; 6,14to come to, to arrive at [εἴς τι] 2 Mc 4,21; to come to [πρός τι] (metaph.) 2 Mc 6,14; to fall upon [ἐπί τινα] (of blood guiltiness) 2 Sm 3,29εἰς ἑαυτὸν κατήντησεν τὴν ἀρχιερωσύνην he got or gained the priesthood for himself 2 Mc 4,24 neol.?Cf. SPICQ 1978a, 414
См. также в других словарях:
καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… … Dictionary of Greek